Σαν σώμα ο καθένας είναι μόνος, σαν ψυχή ποτέ.
Ερμαν Έσσε.
Προς το τέλος του καλοκαιριού του 2016 η τύχη με έφερε στον Πύργο της Τήνου, νύχτα βαθιά πέρασα το κατώφλι του σπιτιού που θα με φιλοξενούσε και αμέσως κατάλαβα ότι αυτό το ταξίδι, το σύντομο, ως αναψυχής είχε ξεκινήσει αλλά μόνο η ψυχή μου ήξερε που θα με πήγαινε, τώρα που ξεκίνησε.
Η αίσθηση αυτή οφείλετο αποκλειστικά στο σπίτι που συνδύαζε όλη τη σοφία του ανθρώπινου είδους ανά τους αιώνες οικοδομημένη με φυσικά υλικά μόνο. Εκεί πέρασα 4 αλησμόνητες ημέρες και νύχτες, με κορύφωση τα απογεύματα που ξεκινούσε ο ρυθμικός χορός του μαντρακά και εγώ εκστασιασμένη τον παρακολουθούσα. Ο κάτοικος του απέναντι σπιτιού, γλύπτης, περίμενε το απογευματινό φως για να ξεκινήσει και όταν κουραζόταν και σταματούσε, μου κακοφαινόταν. Αδημονούσα να συνεχίσει, να φέρει πάλι στα αυτιά μου αυτόν τον ρυθμό, που λές και τον τραβούσε από το κέντρο της γης και τον έβαζε στο αυτήκοο νου μου που διψούσε να γυρίσει όπως αυτός τον πρόσταζε.
Πιο ανθρώπινη απο ποτέ και φυσικά με τις αλησμόνητες νύχτες να έχουν κάνει και αυτές τη δουλειά τους εμφανίστηκα την προτελευταία ημέρα στο σπίτι του γλύπτη, ακάλεστη, με παριανά μάνγκο στα χέρια. Μου συστήθηκε αμήχανος και περίεργος μαζί : "Είμαι ο Γιάννης Μανιατάκος, είμαι γλύπτης και ζωγράφος και είμαι 82 χρονών". Καθήσαμε στο κυρίως χώρο του παλιού σπιτιού του και στην αρχή μας παρακολουθούσε μόνο η μαρμάρινη γυναίκα, ήταν απόγευμα και τον είχα διακόψει από την εργασία του. Μου φάνηκε ότι το μπούστο της στέναζε για τον μαντρακά του. Ανυπομονούσε κι αυτή να την τελειώσει. Μου έδειξε τους πίνακές του, αυτούς που έκανε στο βυθό, μου εξήγησε πώς κατάλαβε ότι μπορεί να ζωγραφίσει μέσα στο νερό της θάλασσας, έκανε παύσεις κοιτούσε τριγύρω του και όταν ήρθε και ο σύνοικός μου στην παρέα μας, μας έδειξε το υπόγειο, τα γλυπτά του, που το καθένα μας το σύστηνε με το όνομα του μοντέλου. Στο τέλος μας κέρασε παγωτό ξυλάκι και τον αποχαιρετήσαμε. Έπιασα τις χερούκλες του με τα δυό μου χέρια και τον ευχαρίστησα που μας δέχθηκε. Την επόμενη ημέρα ή την μεθεπόμενη έφυγα από την Τήνο, γύρισα στην Αθήνα και στην πολύβουη ζωή της. Ο μαντρακάς όμως με είχε στοιχειώσει. Και τα μάτια του γλύπτη. Γαλάζιο χρώμα, όμοιο με ανέφελου ουρανού έδινε στο βλέμμα του κάτι το απόκοσμο. Με κοιτούσε και αισθανόμουν ότι με θωρρούν όλοι οι κόσμοι του σύμπαντος.
Τα μάτια του τα είχα δει, άπαξ εκείνο το απόγευμα μόνο. Όταν φλέβισε ο φλεβάρης, έκλεισαν τα μάτια του Μανιατάκου. Η οικογένεια, οι μαθητές και οι φίλοι του μαζεύτηκαν στο Φλομοχώρι Μάνης, τη γενέτειρά του. Μια ήσυχη παρόρμηση με έκανε να θέλω να παραστώ σε αυτόν τον αποχαιρετισμό και να οδηγήσω μέχρι εκεί περνώντας μέσα από τη Λακωνική Μάνη. Τον βρήκα με τα μάτια κλειστά και τα χέρια σταυρωμένα. Το Φλομοχώρι με εντυπωσίασε, το στόλιζε μια πρώιμη Άνοιξη που είχε σκορπίσει χρώμα γύρω από το στενό και τραχύ δρόμο. Οι Πύργοι που έστεκαν στο μέσο του χωριού ταίριαζαν απόλυτα με το τοπίο και οι αμυγδαλιές έγερναν από το βάρος των κλαδιών τους, τις είδα σαν μαζεμένες πυθίες να χρησμοδοτούν την άνοιξη και τους οργασμούς της.
Από την Εθνική στη Μωρέα οδό και μετά στο επαρχιακό δίκτυο είδα ξαφνικά τον Ταϋγετο μπροστά μου, με τις κορυφές του χιονισμένες να αστράφτουν στον ουρανό και ταρακουνήθηκα. Θυμήθηκα τον εαυτό μου στην Τήνο, ανίδεη για το τι μου φέρνει η ζωή και για το τι μου παίρνει, θυμήθηκα και τα λόγια του Ανατόλ Φράνς "η ευθυμια είναι η αρχαιότερη μορφή θάρρους" και άφησα το δρόμο να με οδηγήσει χωρίς να έχω καμία απολύτως προσδοκία. Το μόνο που ήθελα ήταν να βρώ ένα πρατήριο καυσίμων με λογική τιμή βενζίνης για τη φαγανίτσα μου. Και όταν το βρήκα, και είδα και το Φλομοχώρι και κατάλαβα ότι κατάφερα να φτάσω σε αυτό που μέχρι τότε νόμιζα για προορισμό μου αισθάνθηκα την παρόρμησή μου να αποσύρεται ήρεμη ανακοίνωνοντας την ικανοποίησή της. Αποχαίρετησα το δάσκαλο με την ελαφρότητα του ζωντανού ανθρώπου και με το γαλάζιο των ματιών του να ενώνεται με τον ορίζοντα της γενέτειράς του. Στο βάθος η θάλασσα και ο ουρανός, ο ήλιος γενναιόδωρος και τα αποδημητικά να σχηματίζουν την επιστροφή τους στον καμβά και οι άνθρωποι του νεκρού να τον φωνάζουν "δάσκαλε", "δάσκαλε" την ώρα που εκείνος επέστρεφε στη μάνα του.
Όμως το ταξίδι μου δεν είχε τελειώσει. Ο δρόμος με προσκαλούσε και ο φόβος με προκαλούσε "που θα πας τώρα μόνη σου, είναι δύσκολος δρόμος". Πήγα και χωρίς να ξέρω τίποτα απολύτως, έφτασα στον Ταίναρο. Το νοτιότερο σημείο της ηπειρωτικής Ευρώπης.
Τί είναι ένα γεωγραφικό σημείο χωρίς τις ιστορίες των ανθρώπων που το κατοίκησαν έστω και για λίγο; Ποιός θάνατος και ποιός χάρος σταμάτησε το πέρασμα αυτών των ιστοριών από στόμα σε στόμα και απο ώτα σε αυτιά; Βρέθηκα στο ακρωτήρι με αφορμή ένα θάνατο, αγνοώντας παντελώς ότι πατούσα στα χαλάσματα της πόλης του Ταίναρου που την είχε πάρει ακόμα ένα παλιρροιακό κύμα της Μεσογείου. Χωρίς να κάνω καμία απολύτως προσπάθεια έπεσα πάνω στις ιστορίες του μέρους λίγες ημέρες μετά. Με βρήκαν μπόλικες. Εκεί είχε αφήσει ένα φιλόμουσο δελφίνι τον Αρίωνα, που τον είχε μαζέψει από τη θάλασσα θύμα των Κορινθίων που θέλησαν να του αρπάξουν τα πλούτη. Διάβασα την ιστορία του τυχαία μετά στον Ηρόδοτο και έτσι αντιλήφθηκα οι ιστορίες μας δεν είναι τίποτα άλλο από αντίστοιχα σημεία της ύπαρξης του ανθρώπινου είδους που αναπαράγονται για να μη ξεχνάμε την ανθρώπινη μας φύση.
Κι όμως όσο ήμουν εκεί, έστεκα μόνη στον κόσμο. Βρήκα μόνο αγελάδες, πολλές αγελάδες, που περπατούσαν στο δρόμο, χωρίς κανένα ενδιαφέρον για την παρουσία μου. Έτσι έφυγα παίρνοντας τον ίδιο δρόμο αφήνοντας πίσω μου την διασταύρωση για το πόρτο κάγιο και με υποσημείωση ότι άφησα τον Φάρο με βαριά καρδιά γιατί η μέρα ήταν ακόμα μικρή.
Προς το τέλος της επιστροφής, όταν πλέον πλησίαζα στην Αθήνα και τα διυλιστήρια της Ελευσίνας έκαιγαν τον ουρανό και τα πνευμόνια μου σκέφτηκα ότι εγώ τον Μανιατάκο δεν τον είχα δάσκαλο, κι όμως το ελάχιστο που γειτονεύσαμε έμαθε στο μυαλό μου να γυρνάει και σε άλλη τροχιά. Δεν πρόλαβα να τον ζήσω, να μάθω το χαρακτήρα του κι όμως στο ελάχιστο που μου μίλησε για το σώμα και το φως και τον άνθρωπο μου έδειξε πώς σκέφτεται χωρίς καμία έπαρση ή φόβο. Μέσα σε ένα απόγευμα μου μίλησε με τέτοιον τρόπο που η ψυχή μου αμέσως ανοίχτηκε και διένυσε μαζί του χρόνο που αγνοούσε πώς υπάρχει. Όταν έφτασα πίσω, ήμουν ήσυχη που κατάφερα αυτό το ταξίδι και αναρωτιόμουν με εμμονή πώς γίνεται να μην έχω πάει ποτέ στον Ταϋγετο. Και με αφορμή αυτό το ποτέ με έπιασα να αναρωτιέμαι πόσο και ποιό χρόνο διανύουμε εν ζωή; Και μετά είδα το ρολόι του αυτοκινήτου, μου έλεγε ότι το ταξίδι μου είχε κρατήσει μόλις 14 ώρες. Και αυτή τη φορά δεν το πίστεψα ότι μετρούσε το δικό μου χρόνο. Μάλλον το δικό του μετράει, χρόνια τώρα.