Δευτέρα 6 Μαρτίου 2017

Σαν σώμα ο καθένας είναι μόνος, σαν ψυχή ποτέ.
Ερμαν Έσσε.


Προς το τέλος του καλοκαιριού του 2016  η τύχη με έφερε στον Πύργο της Τήνου, νύχτα βαθιά πέρασα το κατώφλι του σπιτιού που θα με φιλοξενούσε και αμέσως κατάλαβα ότι αυτό το ταξίδι, το σύντομο, ως αναψυχής είχε ξεκινήσει αλλά μόνο η ψυχή μου ήξερε που θα με πήγαινε, τώρα που ξεκίνησε.  
Η αίσθηση αυτή οφείλετο αποκλειστικά στο σπίτι που συνδύαζε όλη τη σοφία του ανθρώπινου είδους ανά τους αιώνες οικοδομημένη με φυσικά υλικά μόνο. Εκεί πέρασα 4 αλησμόνητες ημέρες και νύχτες,  με κορύφωση τα απογεύματα που ξεκινούσε ο ρυθμικός χορός του μαντρακά και εγώ εκστασιασμένη τον παρακολουθούσα. Ο κάτοικος του απέναντι σπιτιού, γλύπτης, περίμενε το απογευματινό φως για να  ξεκινήσει και  όταν κουραζόταν και σταματούσε, μου κακοφαινόταν. Αδημονούσα να συνεχίσει, να φέρει πάλι στα αυτιά μου αυτόν τον ρυθμό, που λές και τον τραβούσε από το κέντρο της γης και τον έβαζε στο αυτήκοο νου μου που διψούσε να γυρίσει όπως αυτός τον πρόσταζε. 
Πιο ανθρώπινη απο ποτέ και φυσικά με τις αλησμόνητες νύχτες να έχουν κάνει και αυτές τη δουλειά τους εμφανίστηκα την προτελευταία ημέρα στο σπίτι του γλύπτη, ακάλεστη, με παριανά μάνγκο στα χέρια. Μου συστήθηκε αμήχανος και περίεργος μαζί : "Είμαι ο Γιάννης Μανιατάκος, είμαι γλύπτης και ζωγράφος και είμαι 82 χρονών". Καθήσαμε στο κυρίως χώρο του παλιού σπιτιού του και  στην αρχή μας παρακολουθούσε μόνο η μαρμάρινη γυναίκα, ήταν απόγευμα και τον είχα διακόψει από την εργασία του. Μου φάνηκε ότι το μπούστο της στέναζε για τον μαντρακά του. Ανυπομονούσε κι αυτή να την τελειώσει. Μου έδειξε τους πίνακές του, αυτούς που έκανε στο βυθό, μου εξήγησε πώς κατάλαβε ότι μπορεί να ζωγραφίσει μέσα στο νερό της θάλασσας, έκανε παύσεις κοιτούσε τριγύρω του και όταν ήρθε και ο σύνοικός μου στην παρέα μας, μας έδειξε το υπόγειο, τα γλυπτά του, που το καθένα μας το σύστηνε με το  όνομα του μοντέλου.  Στο τέλος μας κέρασε παγωτό ξυλάκι και τον αποχαιρετήσαμε. Έπιασα τις χερούκλες του με τα δυό μου χέρια και τον ευχαρίστησα που μας δέχθηκε.  Την επόμενη ημέρα ή την μεθεπόμενη έφυγα από την Τήνο, γύρισα στην Αθήνα και στην πολύβουη ζωή της. Ο μαντρακάς όμως με είχε στοιχειώσει. Και  τα μάτια του γλύπτη. Γαλάζιο χρώμα, όμοιο με ανέφελου ουρανού έδινε στο βλέμμα του κάτι το απόκοσμο. Με κοιτούσε και αισθανόμουν ότι με θωρρούν  όλοι οι κόσμοι του σύμπαντος. 

Τα μάτια του τα είχα δει, άπαξ  εκείνο το απόγευμα μόνο. Όταν φλέβισε ο φλεβάρης, έκλεισαν τα μάτια του Μανιατάκου.  Η οικογένεια, οι μαθητές και οι φίλοι του μαζεύτηκαν στο Φλομοχώρι Μάνης, τη γενέτειρά του. Μια ήσυχη παρόρμηση με έκανε να θέλω να παραστώ σε αυτόν τον αποχαιρετισμό και να οδηγήσω μέχρι εκεί περνώντας μέσα από τη Λακωνική Μάνη. Τον βρήκα με τα μάτια κλειστά  και τα  χέρια σταυρωμένα. Το Φλομοχώρι με εντυπωσίασε, το στόλιζε μια πρώιμη Άνοιξη που είχε σκορπίσει χρώμα γύρω από το στενό και τραχύ δρόμο. Οι Πύργοι που έστεκαν στο μέσο του χωριού ταίριαζαν απόλυτα με το τοπίο και οι αμυγδαλιές  έγερναν από το βάρος των κλαδιών τους, τις είδα σαν μαζεμένες πυθίες  να χρησμοδοτούν την άνοιξη και τους οργασμούς της. 
Από την Εθνική στη Μωρέα οδό και μετά στο επαρχιακό δίκτυο είδα ξαφνικά τον Ταϋγετο μπροστά μου, με τις κορυφές του χιονισμένες να αστράφτουν στον ουρανό και ταρακουνήθηκα. Θυμήθηκα τον εαυτό μου στην Τήνο, ανίδεη για το τι μου φέρνει η ζωή και για το τι μου παίρνει,  θυμήθηκα και τα λόγια του Ανατόλ Φράνς "η ευθυμια είναι η αρχαιότερη μορφή θάρρους" και άφησα το δρόμο να με οδηγήσει χωρίς να έχω καμία απολύτως προσδοκία.  Το μόνο που ήθελα ήταν να βρώ ένα πρατήριο καυσίμων με λογική τιμή βενζίνης για τη φαγανίτσα μου. Και όταν το βρήκα, και είδα και το Φλομοχώρι και κατάλαβα ότι κατάφερα να φτάσω σε αυτό που μέχρι τότε νόμιζα για προορισμό μου αισθάνθηκα την παρόρμησή μου να αποσύρεται ήρεμη ανακοίνωνοντας την ικανοποίησή της. Αποχαίρετησα το δάσκαλο με την ελαφρότητα του ζωντανού ανθρώπου και με το γαλάζιο των ματιών του να ενώνεται με τον ορίζοντα της γενέτειράς του.  Στο βάθος η θάλασσα και ο ουρανός, ο  ήλιος γενναιόδωρος και τα αποδημητικά να σχηματίζουν την επιστροφή τους στον καμβά και οι άνθρωποι του νεκρού να τον φωνάζουν "δάσκαλε", "δάσκαλε"  την ώρα που εκείνος επέστρεφε στη μάνα του.
Όμως το ταξίδι μου δεν είχε τελειώσει. Ο δρόμος με προσκαλούσε και ο φόβος με προκαλούσε "που θα πας τώρα μόνη σου, είναι δύσκολος δρόμος". Πήγα και χωρίς να ξέρω τίποτα απολύτως, έφτασα στον Ταίναρο.  Το νοτιότερο σημείο της ηπειρωτικής Ευρώπης.
Τί είναι ένα γεωγραφικό σημείο χωρίς τις ιστορίες των ανθρώπων που το κατοίκησαν έστω και για λίγο; Ποιός θάνατος και ποιός χάρος σταμάτησε το πέρασμα αυτών των ιστοριών από στόμα σε στόμα και απο ώτα σε αυτιά; Βρέθηκα στο ακρωτήρι με αφορμή ένα θάνατο, αγνοώντας παντελώς ότι πατούσα στα χαλάσματα της πόλης του Ταίναρου που την είχε πάρει ακόμα ένα παλιρροιακό κύμα της Μεσογείου. Χωρίς να κάνω καμία απολύτως προσπάθεια έπεσα πάνω στις ιστορίες του μέρους λίγες ημέρες μετά. Με βρήκαν μπόλικες. Εκεί είχε αφήσει ένα φιλόμουσο δελφίνι τον Αρίωνα, που τον είχε μαζέψει από τη θάλασσα θύμα των Κορινθίων που θέλησαν να του αρπάξουν τα πλούτη. Διάβασα την ιστορία του τυχαία μετά στον Ηρόδοτο και έτσι αντιλήφθηκα οι ιστορίες μας δεν είναι τίποτα άλλο από αντίστοιχα σημεία της ύπαρξης του ανθρώπινου είδους  που αναπαράγονται για να μη ξεχνάμε την ανθρώπινη μας φύση.  
Κι όμως όσο ήμουν εκεί, έστεκα μόνη στον κόσμο. Βρήκα μόνο αγελάδες, πολλές αγελάδες, που περπατούσαν στο δρόμο, χωρίς κανένα ενδιαφέρον για την παρουσία μου.  Έτσι έφυγα παίρνοντας τον ίδιο δρόμο αφήνοντας πίσω μου την διασταύρωση για το πόρτο κάγιο και με υποσημείωση ότι άφησα τον Φάρο με βαριά καρδιά γιατί η μέρα ήταν ακόμα μικρή.  
Προς το τέλος της επιστροφής, όταν πλέον πλησίαζα στην Αθήνα και τα διυλιστήρια της Ελευσίνας  έκαιγαν τον ουρανό  και τα πνευμόνια μου σκέφτηκα ότι εγώ τον Μανιατάκο δεν τον είχα δάσκαλο, κι όμως το ελάχιστο που γειτονεύσαμε έμαθε στο μυαλό μου να γυρνάει και σε άλλη τροχιά. Δεν πρόλαβα να τον ζήσω, να μάθω το χαρακτήρα του κι όμως στο ελάχιστο που μου μίλησε για το σώμα και το φως και τον άνθρωπο μου έδειξε πώς σκέφτεται χωρίς καμία έπαρση ή φόβο. Μέσα σε ένα απόγευμα μου μίλησε με τέτοιον τρόπο που η ψυχή μου αμέσως ανοίχτηκε και διένυσε μαζί του χρόνο που αγνοούσε πώς υπάρχει. Όταν έφτασα πίσω,  ήμουν ήσυχη που κατάφερα αυτό το ταξίδι και αναρωτιόμουν με εμμονή πώς γίνεται να μην έχω πάει ποτέ στον Ταϋγετο. Και με αφορμή αυτό το ποτέ με έπιασα να αναρωτιέμαι πόσο  και ποιό χρόνο διανύουμε εν ζωή;  Και μετά είδα το ρολόι του αυτοκινήτου, μου έλεγε ότι το ταξίδι μου είχε κρατήσει μόλις 14 ώρες.  Και αυτή τη φορά δεν το πίστεψα ότι μετρούσε το δικό μου χρόνο. Μάλλον το δικό του μετράει, χρόνια τώρα.

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2017



 Dementia road  - Το ταξίδι της αποδοχής 

Όταν πρωτοξεκίνησα το μπλοκάκι μου είχα στο νου μόνο τα εκούσια ταξίδια, εκείνα που αποφάσιζα εγώ ή που είχα την τύχη να βρίσκω μπροστά μου με πρόφαση πάντα τη δουλειά.  Καμιά φορά, όταν έγραφα, διάβαζα ή χτένιζα το κείμενο μου  αισθανόμουν μια μικρή σφήνα σε ένα σημείο απροσδιόριστο του μυαλού, μια μικρή υπενθύμιση που συνοψιζόταν στην εικόνα των ανθρώπων μέσα στις βάρκες απανταχού στη Mεσόγειο, ή σε κάποιες ιστορίες που άκουγα μικρή από παλιούς φίλους του πατέρα,που περπατούσαν το Πήλιο μέσα από τα μονοπάτια για να μην τους βρουν οι Γερμανοί. Η πραγματικότητα μου χτυπούσε το τζάμι της γυάλας μου, έτσι για να μη ξεχνιέμαι.  "Υπάρχουν ταξίδια που δεν τα διαλέξαμε, τα κάναμε γιατί έπρεπε, γιατί δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς, μια ακούσια μετάβαση σε έναν άλλο τόπο, ταξίδια που συνήθως δεν έχουν εισιτήριο επιστροφής".  

Πριν ακόμα χαθώ σε ορισμούς και διαχωρισμούς κατάλαβα ότι εγώ δεν είχα ποτέ αυτή την εμπειρία και δεν θα μπορούσα να γράψω τίποτα για αυτήν ακόμα. Είμαι όμως έτοιμη να γράψω για ένα άλλο ταξίδι, ίσως λίγο μεταφορικό  αλλά με όλα τα χαρακτηριστικά του ταξιδιού στον δρόμο που άνοιξε  η άνοια της μητέρας μου. 
Θυμάμαι την πρώτη νύχτα της γνωμάτευσης, η μητέρα μου κοιμόταν με τη βοήθεια της φαρμακολογίας στο δωμάτιο, φιλοξενούμενη στην Αθήνα. Ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς, ο χρόνος άλλαζε και εγώ πλάνταζα στο κλάμμα, χωρίς να έχω ιδέα τι θα επακολουθήσει. Έκλαιγα λες και η μητέρα μου είχε ήδη πεθάνει και μονολογούσα "πώς έγινε αυτό" αμέτρητες φορές σαν μάντρα που θα τα έκανε όλα όπως πριν.  Έτσι ξεκίνησε αυτός ο δρόμος, ο δικός μου γιατί για τη μητέρα μου πρέπει να είχε ξεκινήσει πολύ πιο πριν, να έχει χαθεί κάπου στο βάθος του χρόνου,  ένα αχαρτογράφητο σημείο μιας ζωής που πλέον ούτε  καν η ίδια η μητέρα μου δεν μπορούσε να κατανοήσει. 

Αυτός ο δρόμος έχει πολλές στροφές και το ταξίδι δεν έχει ποτέ καιρό σταθερό ή σταθερά αίθριο. Έχει πάρα πολλή μουσική και  πολλές αγκαλιές, που όμως όσο ο δρόμος προχωρά γίνονται όλο και πιο άψυχες, ακόμα και αν τα χέρια εκτελούσαν την εντολή  αυτή έρχεται όλο και πιο άνευρη από το  αντίστοιχο κέντρο.  Το κυριότερο όμως είναι ότι αυτός ο δρόμος δεν είναι ένας, είναι πολλαπλός,  άλλος για εκείνη, άλλος για εμένα. 

Δεν ξέρω πώς γίνεται και ταυτιζόμαστε κάποια στιγμή στη ζωή μας με το φόβο ότι θα γίνουμε σαν τους γονείς μας. Πρέπει να προηγείται μια κάποια κατάσταση όπου ως παιδιά αντιλαμβανόμαστε, ασυνείδητα όμως, ότι "κάτι δεν πάει καλά" αλλά παρόλα αυτά το ρουφάμε και αυτό όπως το γάλα της μάνας μας αρχικά και μετά το carnation  και ο,τιδήποτε σοκολατούχο. Με λαχτάρα.  Και όπως τρέχει το τοπίο και τρέχουμε και εμείς σε αυτό και αλλάζουν οι εποχές και οι ηλικίες και με όλα τα λάθη, όλη τη μαλακία που μας δέρνει, έχουμε μια γλύκα για  όλο αυτό γιατί  αυτό είμαστε εμείς, κάποια στιγμή αντιλαμβανόμαστε ότι για να αντιμετωπίσουμε την άμεση κατάσταση που έχουμε μπροστά μας πρέπει να ξεπεράσουμε αυτό το φόβο και να δούμε τους γονείς μας για αυτό που είναι.  Και τότε βλέπουμε και εμάς για αυτό που είμαστε. Και τα πράγματα και τους ανθρώπους γύρω μας για αυτό που είναι. Είναι μια μικρή επανάσταση αυτή, εσωστρεφής όμως και όπως κάθε επανάσταση έχει πολύ αίμα, απώλειες, νύχτες αξημέρωτες στη σκοπιά και πολλές ανακατατάξεις. Και έχει και λάβαρο.

Η άνοια  της μητέρας μου με βρήκε με το λάβαρο στα χέρια. Και τώρα μετά από δύο χρόνια με τα χέρια άδεια η μητέρα μου με τη διαλεκτική του παραδείγματος μου μαθαίνει ότι το πιο κοπιαστικό πράγμα στη ζωή μου είναι να αποδεχθώ αυτό που την παίρνει μακριά μου ενώ είναι ακόμα ζωντανή. Έχω ζήσει ζωντανό χωρισμό και ξέρω την πίκρα του αλλά αυτό το βίωμα ειναι ξυράφι από τα λίγα. Κι όμως όλα μέσα μου και όλοι έξω μου μου λένε ότι πρέπει να το αποδεχθώ. Πρέπει να μπώ στο τρένο και να σταματήσω να τρέχω πριν από αυτό για να μην με προλάβει.

Οι δύσκολες ημέρες της αρρώστειας δεν είναι όταν η μητέρα μου είναι σε σύγχυση και δεν αναγνωρίζει, δεν θυμάται,  παραδέρνει σε παραισθήσεις  και κλαίει, αρνείται να φάει. Οι δύσκολες ημέρες της αρρώστειας είναι οι φωτεινές που ξημερώνουν και το μυαλό επανέρχεται και η μητέρα μου καταλαβαίνει την αρρώστεια και βλέπει  τον εαυτό της για αυτό που είναι. Στα δύσκολα πράγματα είμαστε μόνοι μας στη ζωή αλλά πόσο θα ήθελα, αυτό το πλάσμα που το έχω φωνάξει στη ζωή μου περισσότερες φόρες και από τις εκατομμύρια τρίχες που έχω στο κεφάλι μου, πόσο θα ήθελα να μπορούσα να το βοηθήσω. Και τελικά το εισητήριο στο ταξίδι της αποδοχής είναι αυτό, να δεχτώ, να καταλάβω, να είμαι εντάξει με το ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα, τίποτα απολύτως για να βοηθήσω. Και η αλήθεια είναι ότι εγώ αυτό το εισιτήριο δεν το έχω πάρει ακόμα.


Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2017

" Certain places seem to exist mainly because someone has written about them " Joan Didion

(παρένθεση στον απόηχο της Ρώμης) 

Ένας συνδυασμός συμπτώσεων, πληροφοριών βιολογικού χαρακτήρα  και γεγονότων έκαναν το νησί της Κέρκυρας να έχει ιδιαίτερη θέση στη δική μου ζωή που συνοψίζεται στον κωδικό  "Corfuλα". 
Η Corfuλα είναι ο δικός μου τόπος. Έχει τη μυρωδιά του νησιού και την ελευθερία που σου εμπνέει το μέρος σε ανύποπτα σημεία, όπως π.χ. στο αεροδρόμιο. Λατρεύω την αίσθηση όταν κατεβαίνω τη στενή σκάλα του de Havilland DHC 8 - 400 και ξέρω ότι δεν με περιμένει κανένα λεωφορείο ή φυσούνα απλά θα χρειαστεί να περπατήσω μέχρι το κτίριο του αεροδρομίου. Κάθε φορά που πηγαίνω (και δεν βρέχει) στέκομαι στη μέση της διαδρομής να κάνω μια περισκόπηση στο φως του νησιού, έχοντας καταλάβει πια ότι δεν καταλαβαίνω πάντα γιατί κάνω αυτό που κάνω αλλά έχω πλέον εμπιστοσύνη σε αυτή τη σταθερή φωνή μέσα μου που μου ζητάει να το κάνω κάθε φορά.  Και όταν τελικά περπατήσω και φτάσω στη Corfuλα με προϋπαντεί πάντα το χαμόγελο της Σοφίας. Μα για αυτό θα μιλήσω άλλη φορά. 
 Ταξίδι το ταξιδι έγινε δικός μου τόπος η Corfuλα . Και αυτή η επανάληψη δεν μπορεί να μειώσει το θαυμασμό με τον οποίο  αντικρύζω σε κάθε ταξίδι την contrafossa, τη θαλάσσια τάφρο να κάνει ακόμα πιο εντυπωσιακή τη Cortina, το συνδετικό τοίχο του Παλιού φρουρίου, που το σήκωσε αρχιτέκτονας εξπέρ στα αμυντικά αναχώματα, γνήσιο τέκνο της Αναγέννησης,  ο Sanmicheli.  Και στο βάθος ο Βίδος, το νησάκι με την στενάχωρη ιστορία και πιο πέρα λίγο οι αλβανικές ακτές, λίγο οι ηπειρώτικες και ανάμεσα  η θάλασσα με τη γυαλάδα του θόλου να ζαρώνει από λογής λογής πλεούμενα.
Κι όσο το αυτοκίνητο της Σοφίας κινείται, τρέχει μαζί του και το βλέμμα μου. Μέχρι να πάρει μια ιδέα από το μεγαλείο του Λιστόν, έχουμε περάσει την Πύλη της Σπηλιάς και στρίβουμε στα Μουράγια, εκεί που κάθε άνοιξη τα χελιδόνια και οι γλάροι φέρνουν μπροστά στα μάτια μου αμόλευτη την έννοια της επιβίωσης. Γρήγορα, θα περάσουμε από τον ίσκιο που αφήνει το νέο φρούριο στο δρόμο και μέσα μου θα έχουν ανακατευτεί όλα αυτά τα σημάδια από το πέρασμά των Βυζαντινών, των Ανδηγαυών, των Βενετών, των Γάλλων,  των  Άγγλων για να έρθουν στο τέλος  οι Νεοέλληνες. Για τους τελευταίους όμως θα μιλήσω άλλη φορά...
Αυτή τη φορά, έκανα το ταξίδι με την καρδιά βαριά. Ο καλός μου φίλος και καπετάνιος Κώστας Γουζέλης ήταν πλέον στον ουρανό αντί στις θάλασσες, και εγώ με συντροφιά  μόνο κάτι σκόρπιες θύμησες από τις τελευταίες μας συναντήσεις μπήκα στα καντούνια της παλιάς πόλης να τριγυρίσω λίγο τη θλίψη μου να τη ζαλίσω τάχα.

Με την ηχώ της φωνής του που με πείραζε γελώντας ότι έγινα κερκυραία (δηλαδή την άφησα την Πάρο) και με τους ήχους των παιδιών που έπαιζαν αμέριμνα στον απροσδόκητο ήλιο της ημέρας περπάτησα ήσυχα και αργά μήπως και βρω κάποιο σημάδι του φίλου μου πασίγνωστου για τις πλάκες του και τα χωρατά του  ή έστω του Θεού, του αγνώστου πάντα εξίσου γνωστού για τις παντός είδους φάρσες του. Ένα νεύμα έψαχνα που θα ηρεμούσε αυτή τη μοναξιά που αφήνει ο θάνατος ενός δικού μας ανθρώπου και αλυχτά μέσα μας σαν σκυλί ή σαν λύκος.  Βρήκα μόνο αυτό ...

... και ευθύς αισθάνθηκα τεράστια ευγνωμοσύνη για τη δική μου Corfuλα.  Η Corfuλα μου έμαθε ότι  κάθε τόπος στη ζωή μου γίνεται σημείο στο δικό μου χάρτη όταν μέσα από τη δική του εξερεύνηση λύνω τα αινίγματα της ζωής μου. Και σε αυτό το ταξίδι, ανάμεσα στα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά  ούτε η στολισμένη πόλη ούτε οι φωτισμένες της εκκλησιές δεν με βοήθησαν να  ακουμπήσω κάπου το παράπονο για την πρόωρη απώλεια του φίλου μου. Μόνο αυτά τα απλωμένα ρούχα του εργαζόμενου Άη Βασίλη  χώρεσαν τα ερωτηματικά μου, ίσως γιατί συμβόλιζαν ένα εξίσου μεγάλο ερωτηματικό. Όταν είμαστε παιδιά αναρωτιόμαστε αν υπάρχει ο Άη Βασίλης, όταν μεγαλώνουμε λίγο αναρωτιόμαστε τι είναι ο θάνατος, δημιουργώντας ασυναίσθητα μια αόρατη ευθεία αποριών.  




Είμαι αδύναμος χαρακτήρας και όταν λύνω τις απορίες μου αμφισβητώ κυρίως τον εαυτό μου. Για αυτό το μόνο γενναίο στη συμπεριφορά μου είναι η ποσότητα του φαγητού και του κρασιού που με συνοδεύουν σε αυτές τις περιστάσεις.  Στη Corfuλα μου εκτός από τη Σοφία, δύο είναι οι αγαπημένοι μου μαγείροι. Ο Σπύρος στον Άγιο Μάρκο και η Μαρίνα στην εβραϊκή συνοικία στην πόλη της Κέρκυρας. 
Αυτή τη φορά ο κλήρος έπεσε στη Μαρίνα. Το κακοτρύγι, ποικιλλία αμπέλου που αναφέρεται σε φράγκικο διάταγμα του 1476 παρακαλώ, ενός Δεσπότη στη Ζάκυνθο, συνοδεύει με το πλέον άξιο τρόπο τα μαγειρευτά της Μαρίνας, ενώ από το YouTube η playlist του μαγαζιού είναι αντίστοιχη της ποικιλλίας των μπαχαρικών που βάζει στο σοφρίτο της. 
Ναι, η Corfuλα μου δεν έχει καμία σχέση με την τουριστική Κέρκυρα που αγκομαχά από τις ορδές των ασεβών με την αναψοκοκκινισμένη σάρκα που χύνονται μιλούνια στο νησί. Είναι καθόλα υπαρκτή και δεν κρύβεται, μόνο που τα καντούνια γίνονται λαβύρινθος για τους αδαείς και δεν είναι εύκολος ο προσανατολισμός. 





 Τότε ο μόνος αρωγός είναι η φωνή που όλοι έχουμε μέσα μας και που πάντα, όσο και ψυθιριστά και αν το πεί μας δείχνει το δρόμο. 

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016


Rome Alone

Μια απόφαση εν θερμώ, όταν αφορά ένα ταξίδι επιβεβαιώνεται από δύο παράγοντες. Τον καιρό και την παρέα. Η λιακάδα, η ζέστη  και το νεφελοκυνηγητό  της Ρώμης  σε συνδυασμό με την υπέροχη παρέα που μου κράτησε ο ανεπανάληπτος εαυτός μου ήταν η πλήρης απόδειξη ότι ορθώς έπραξα και το αποφάσισα πάνω σε μια  (ακόμα) κρίση φυγής.
Το ότι επρόκειτο για αυτό και μόνο,μια κρίση φυγής που έγινε πραγματικότητα, αποδεικνύεται και από τον κρυφό της χαρακτήρα. "Ινκόγκνιτο στη Ρώμη", ήταν η μοναδική ταινία που δεν έχει παιχτεί ίσως. Όλες τις άλλες τις είχα δει. Ωντρευ και Τζούλια σας ευχαριστώ, με ενθαρρύνατε με τον καλύτερο τρόπο.
 Και επιβραβεύθηκα για την εν θερμώ απόφασή μου, η Ρώμη με επανέφερε στην αρχή που συνέβησαν όλα, στη μήτρα της Ιστορίας. Ευτυχώς  ξαναγεννήθηκα άνθρωπος, άρχισα πάλι να παρατηρώ και  να θρώσκω άνω.
Και από όλες τις αισθήσεις αυτή που με πηγαίνει τόσο βαθιά που με σπρώχνει με κινητήρια δύναμη αόρατη και όμως πολύ έντονη είναι  η γεύση του φαγητού. Αλλά ας τα πάρουμε με τη σειρά και από την αρχή. 

O Pater Tiberinus, στις 8 Δεκέμβρη τον γιόρταζαν με έναν ξεγυρισμένο εξαγνισμό.

Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα μέσα στην κρίση που λέγαμε δεν ήταν το πώς θα πάω τώρα εγώ εκεί, αυτό ήταν το λιγότερο. Ήταν το που θα μείνω τώρα εγώ εκεί γιατί ο ανεπανάληπτος εαυτός μου έχει ένα θέμα: του αρέσει  να αράζει. Και αυτό στο εξωτερικό στοιχίζει. Επέλεξα λοιπόν το κονάκι μου με μοναδικό κριτήριο τα τετραγωνικά και η τιμή να είναι αντιστρόφως ανάλογα. Πολλά τετραγωνικά, χαμηλό κόστος. Υψηλό ταβάνι  μετά χαράς. Είχα τύχη τους πασίγνωστους sette colli  της πόλης και έτσι βρήκα ένα κεντρικό χώρο με ύψος πέντε μέτρα που δεν είχε πολλά και ήταν προσβάσιμο απο παντού! Το βρήκα για 46 ευρώ/μερα αρχική και ήταν καταπληκτικό σποτ!  Incognito Tip : Αν επισκέπτεστε τη Ρώμη για πρώτη φορά και ψάχνετε για εύκολο και φτηνό τρόπο να φτάσετε στο κέντρο της πόλης  μπείτε στο  www.sitbusshuttle.com  και δείτε τα δρομολόγια. Με έξι ευρώ φτάνετε στο κέντρο (εγώ σταμάτησα στην piazza Cavour) και μετά μπορείτε να συνεχίσετε όπως θέλετε και αγαπάτε . Η Ρώμη έχει πολύ παλιά παράδοση στην μετακίνηση και αυτό φαίνεται και στο σύγχρονο επισκέπτη.  Προτίμησα να κινηθώ με ένα εισητήριο 72 ωρών και δοκίμασα όλα τα μέσα, τράμ, λεωφορεία, μετρό.(το τελευταίο μία φορά μόνο, δεν το συμπαθώ καθόλου). Έχουν ένα κόλπο στις στάσεις, έχουν λίστα με τις στάσεις της κάθε γραμμής. Οταν στον ίδιο δρόμο έχει πάνω από μια στάσεις αναφέρουν μόνο το  όνομα του δρόμου και απο κάτω σε παρένθεση τον αριθμό των στάσεων π.χ. (Via Aureliana 2 fermate). Την πρώτη φορά είχα συγκρατήσει μόνο το όνομα της στάσης και μπερδευόμουν. Μόλις το παρατήρησα όμως το σημείωσα με περηφάνεια. Το είχα καταλάβει αφεαυτής μου. Με είχε βοηθήσει φυσικά ο ανεπανάληπτος εαυτός μου που διακρίνεται για την παρατηρητικότητά του. 

Αυτή τη σπηλιά βρήκα εγώ στη Ρώμη και η  Lupa δεν ήταν εκεί... ούτε ο δρυοκολάπτης της ιστορίας. 

(Να θυμηθούμε τώρα ότι η Ρώμη δεν είναι τυχαία πόλη. Όχι γιατί τα δίδυμα διαφώνησαν και ο Ρωμύλος σκότωσε τον Ρώμο και έγινε αυτός βασιλιάς στην πόλη αλλά γιατί ο πρώτος πόλεμος που έγινε από τους κατοίκους της συνέβη για τις γυναίκες. Η πόλη χρειαζόταν να μεγαλώσει και απο τα αρχαία χρόνια, το συνοικέσιο είχε πολλούς τρόπους. Διάβασα για την εκδοχή ότι ο Ρωμύλος, σκεπτόμενος απλά, κάλεσε τους γείτονες τους Σαβίνους να γιορτάσουν παρέα ένα θρησκευτικό παρτάκι και οι Ρωμαίοι ενεργώντας απλά τους άρπαξαν τις γυναίκες και ξεκίνησαν κάτι σπρωξίδια που κατέληξαν σε πόλεμο. Και κοίτα να δεις που έγιναν όλα αυτά και εγώ μετά από τόσα χρόνια βρίσκομαι στη  Viale Giulio Cesare  και τα διαβάζω στη wikipedia στα ιταλικά για να κάνω εξάσκηση! 
Η ιστορία αυτή με αναστατώνει για έναν ακόμα λόγο, αναρωτιέμαι πότε επιτέλους θα το πάρουμε απόφαση οι γυναίκες,  να κάνουμε και εμείς κάτι παρόμοιο βρε αδερφέ, να τώρα που δεν φτάνει ο αντρικός πληθυσμός ούτε για ζήτω, να κάνουμε ένα θρησκευτικό παρτάκι και εμείς, ή γκαλά δεν θα κολλούσα στον τύπο της εκδήλωσης και να πάρουμε το θέμα στα χέρια μας. Αλλά εμείς έχουμε προχωρήσει πολύ σε σχέση με τους αρχαίους και ακολουθούμε ανελλιπώς βουδιστικά πρότυπα παριστάνοντας ότι δεν μας νιάζει η ανεπάρκεια αυτή, αρκεί που είμαστε κοριτσοπαρέες. Ντροπή μας τέτοια ψέμματα, ποιός ξέρει πόσες δαγκωνιές από το πιο διάσημο ανοιχτό στόμα μας αναλογούν. 
La bocca della verita 

Το στόμα αυτό το επισκέφτηκα κατά τύχη. Με έβγαζε η διαδρομή της γραμμής 44 που θα με πήγαινε  στη στάση Rippa  για να επισκεφτώ το μοναδικό εστιατόριο του  Da Εnzo στο Trastevere. Καθυστέρησα όμως τόσο πολύ στη διαδρομή, έτσι όπως ανεβοκατέβαινα στις διάφορες στάσεις που μου άρεσαν όλα όσα έβλεπα και ας μην είχα ιδέα τι ήταν το καθένα που τελικά όταν έφτασα ο ίδιος ο Enzo μου είπε ότι η κουζίνα είχε κλείσει. Ήταν η τελευταία μου βραδιά στην πόλη και δεν το έβαλα κάτω. Κράτησα την πείνα μου και αρκετή ώρα αργότερα θα περνούσα το κατώφλι του Collibri. (https://www.tripadvisor.com/Restaurant_Review-g187791-d1933291-Reviews-Il_Colibri-Rome_Lazio.html ). 
Εκεί, τρώγοντας  φετουτσίνι αλ ταρτούφο και πίνοντας κόκκινο κρασί, θα ξαναέβρισκα όλη την πόλη στο φαγητό μου. Η τρούφα μου άφηνε στον ουρανίσκο τη γεύση της γης, μια χωμάτινη λιχουδιά εξαιρετικής υφής. Έφαγα όλο το φαγητό μου για πρώτη φορά, εδώ και πολύ καιρό και υποσχέθηκα στον ανεπανάληπτο εαυτό μου ότι θα τον ξαναπάρω μαζί μου για την επόμενη ανακάλυψη. 
Σε αυτό το ταξίδι  η ανακάλυψη είχε τον κωδικό  Testaccio.  Πρωτοάκουσα ότι υπήρχε το Testaccio, πριν από 6 μήνες περίπου στην Κέρκυρα. Αυτό ήταν και το τάμμα του ταξιδιού μου. Βρίσκοντάς το ανακάλυψα και άλλα :  ένα λόφο φτιαγμένο από αμφορείς λαδιού, μια περιοχή γεμάτη γκράφιτι και μικρά μαγαζιά sui generis,  μία πυραμίδα στα σύνορα με το Trastevere, ένα παλιό νεκροταφείο, μάλλον αγγλικό, και μια περίεργη διαδρομή που ο ανεπανάληπτος εαυτός μου μου είπε  ξεκάθαρα : εγώ από εκεί μαζί σου δεν περνάω... " Και δεν πέρασα. 
Η είσοδος στο  Mercato Testaccio

Αφήνω την τελευταία φωτό να εξάψει τη φαντασία σας, μέχρι το επόμενο post που θα μιλάει αποκλειστικά για το  Testaccio. Έχει και συνταγές με συκωτάκια. Μέχρι τότε ελπίζω η Ιταλία να αποφασίσει ώριμα στο δημοψήφισμα της 4ης Δεκεμβρίου και να αφήσει την Γερουσία εκεί που βρίσκεται. Στο Palazzo Madama.  Arrivederci!